πιότερος

πιότερος
και πλιότερος, -η, -ο, Ν
περισσότερος.
επίρρ...
πιότερο Ν
(συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιότερος — η, ο περισσότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιότερος — πῑότερος , πῖος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλιότερος — η, ο, Ν βλ. πιότερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”